μορφοποιία

μορφοποιία
μορφοποιΐα, ἡ (Μ) [μορφοποιός]
1. διαμόρφωση, σχηματισμός («ἡ τῶν εἰδώλων μορφοποιΐα», Στουδ. Θεόδ.)
2. αναπαράσταση, παρουσίαση, απεικόνιση, έκφραση
3. σχήμα, μορφή
4. εξομοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”